ανθενωτικός

ανθενωτικός
η , ό[ν] выступающий против объединения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθενωτικός" в других словарях:

  • ανθενωτικός — ή, ό αυτός που αντιτίθεται στην ένωση ή και προσπαθεί έμπρακτα να την εμποδίσει …   Dictionary of Greek

  • ανθενωτικός — ή, ό αυτός που είναι εχθρός της ένωσης (θρησκευτικής, πολιτικής κτλ.): Οι ανθενωτικοί επικράτησαν στην Eκκλησία μετά την άλωση της Πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέκκος, Ιωάννης — (; – 1298). Θεολόγος και λόγιος. Ήταν φανατικός ανθενωτικός, όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος φυλάκισε τους κορυφαίους ανθενωτικούς, μεταξύ των οποίων και τον Β., ο τελευταίος μεταστράφηκε υπέρ των ενωτικών. Η μεταστροφή του ήταν τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Καβάσιλας — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 17 μ., 1.474 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 32 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαστούνης. II Επώνυμο ιστορικών προσώπων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής. 1 …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δοκειανός — Επώνυμο λογίων του 15ου αι. 1. Γεώργιος. Κληρικός και αξιόλογος κωδικογράφος. Ένας κώδικάς του, που γράφτηκε το 1422, σώζεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και περιέχει αποσπάσματα των Ηθικών του Αριστοτέλη. 2. Θεόδωρος. Κωδικογράφος. Ένας κώδικάς …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»